νεοβαβυλωνιακός

νεοβαβυλωνιακός
-ή, -ό και νεοβαβυλώνιος, -α, -ο [βαβυλωνιακός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εποχή τής δυναστείας τών Χαλδαίων, οι οποίοι βασίλευσαν στη Βαβυλώνα στο διάστημα 626-539 π.Χ. («νεοβαβυλωνιακή περίοδος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”